τανύρριζος

τανύρριζος
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει ρίζες που εκτείνονται σε μεγάλο βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ-ρριζος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τανύρριζοι — τανύρριζος with outstretching roots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”